Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gliéla  
αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈʎela]

1 σε αυτή
2 αυτή σε αυτή
3 σε αυτό
4 αυτήν σε αυτούς
5 αυτό σε αυτούς
6 αυτό σε αυτήν
7 σ' αυτή
8 σε αυτήν
9 σ' αυτό
10 αυτή σε αυτόν
11 αυτό σε αυτόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glicosurico gliele  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glicogeno (ουσ αρσ )
glicol (ουσ αρσ )
glicole (ουσ αρσ )
glicosuria (θηλ.ουσ)
glicosurico (επίθ.)
gliela (αντων.)
gliele (αντων.)
glieli (αντων.)
glielo (αντων.)
gliene (αντων.)
glifo (ουσ αρσ )
glioma (ουσ αρσ )
gliptodonte (ουσ αρσ )
glissare (ρ.αμτβ.)
glittica (θηλ.ουσ)
glittico (αρσ. επίθ και ουσ)
glittografia (θηλ.ουσ)
glittoteca (θηλ.ουσ)
globale (επίθ.)
globalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---