Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glìcole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglikole]

γλυκόλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glicol glicosuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glicerolo (ουσ αρσ )
glicide (ουσ αρσ )
glicine (ουσ αρσ )
glicogeno (ουσ αρσ )
glicol (ουσ αρσ )
glicole (ουσ αρσ )
glicosuria (θηλ.ουσ)
glicosurico (επίθ.)
gliela (αντων.)
gliele (αντων.)
glieli (αντων.)
glielo (αντων.)
gliene (αντων.)
glifo (ουσ αρσ )
glioma (ουσ αρσ )
gliptodonte (ουσ αρσ )
glissare (ρ.αμτβ.)
glittica (θηλ.ουσ)
glittico (αρσ. επίθ και ουσ)
glittografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---