Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόglicosùria, glicosurìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [glikoˈzurja], [glikozuˈria] 1 υπερβολικό σάκχαρο σε ούρα 2 γλυκοζουρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |