Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gargarìsmo (ουσ αρσ ) garzóne (ουσ αρσ )
gargarizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) gas (ουσ αρσ )
gargaròzzo (ουσ αρσ ) gasàre (ρ. μτβ.)
gargòtta (θηλ.ουσ) gascromatografìa (θηλ.ουσ)
garibaldìno (ουσ αρσ ) gascromatògrafo (ουσ αρσ )
garibaldìno (επίθ.) gasdinàmica (θηλ.ουσ)
garìtta (θηλ.ουσ) gasdótto (ουσ αρσ )
garnierìte (θηλ.ουσ) gasolìna (θηλ.ουσ)
garofanàta (θηλ.ουσ) gasòlio (ουσ αρσ )
garòfano (ουσ αρσ ) gàssa (θηλ.ουσ)
garrése (ουσ αρσ ) gassàre (ρ. μτβ.)
garrétto (ουσ αρσ ) gassàto (επίθ.)
garrìre (ρ.αμτβ.) gassificàre (ρ. μτβ.)
garrìto (αρσ. επίθ και ουσ) gassificazióne (θηλ.ουσ)
garròtta (θηλ.ουσ) gassìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
garrottàre (ρ. μτβ.) gassògeno (ουσ αρσ )
garrulità (θηλ.ουσ) gassòmetro (ουσ αρσ )
gàrrulo (αρσ. επίθ και ουσ) gassósa (θηλ.ουσ)
gàrza (θηλ.ουσ) gassóso (επίθ.)
garzàre (ρ. μτβ.) gastàldo (ουσ αρσ )
garzatóre (ουσ αρσ ) gasteropòdi (ουσ αρσ πληθ.)
garzatrìce (θηλ.ουσ) gastralgìa (θηλ.ουσ)
garzatùra (θηλ.ουσ) gastràlgico (επίθ.)
garzétta (θηλ.ουσ) gastrectasìa (θηλ.ουσ)
gàrzo (ουσ αρσ ) gastrectomìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: