Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgassàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [gasˈsare] 1 επιδρώ χημικά με αέριο 2 εξαερώνω 3 προσθέτω αέριο σε αντίδραση 4 αεριοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |