Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgassàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gasˈsato] αεριούχος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαacqua [θηλ.] gassata = η σόδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |