Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gastralgìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gastralˈʤia]

γαστραλγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gasteropodi gastralgico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gassometro (ουσ αρσ )
gassosa (θηλ.ουσ)
gassoso (επίθ.)
gastaldo (ουσ αρσ )
gasteropodi (ουσ αρσ πληθ.)
gastralgia (θηλ.ουσ)
gastralgico (επίθ.)
gastrectasia (θηλ.ουσ)
gastrectomia (θηλ.ουσ)
gastrico (αρσ. επίθ και ουσ)
gastrite (θηλ.ουσ)
gastroduodenale (επίθ.)
gastroenterico (επίθ.)
gastroenterite (θηλ.ουσ)
gastroenterologia (θηλ.ουσ)
gastroenterologo (ουσ αρσ )
gastroepatico (επίθ.)
gastrointestinale (επίθ.)
gastronomia (θηλ.ουσ)
gastronomico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---