Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gastronomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gastronoˈmia]

η γαστρονομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gastrointestinale gastronomico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gastroenterite (θηλ.ουσ)
gastroenterologia (θηλ.ουσ)
gastroenterologo (ουσ αρσ )
gastroepatico (επίθ.)
gastrointestinale (επίθ.)
gastronomia (θηλ.ουσ)
gastronomico (επίθ.)
gastronomo (ουσ αρσ )
gastropatia (θηλ.ουσ)
gastroscopia (θηλ.ουσ)
gastroscopio (ουσ αρσ )
gastrostomia (θηλ.ουσ)
gatta (θηλ.ουσ)
gattabuia (θηλ.ουσ)
gattaiola (θηλ.ουσ)
gattamorta (θηλ.ουσ)
gatteggiamento (ουσ αρσ )
gatteggiare (ρ.αμτβ.)
gattesco (επίθ.)
gattice (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---