Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gattésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gatˈtesko]

1 κρυφός
2 επίβουλος
3 γατίσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gatteggiare gattice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gattabuia (θηλ.ουσ)
gattaiola (θηλ.ουσ)
gattamorta (θηλ.ουσ)
gatteggiamento (ουσ αρσ )
gatteggiare (ρ.αμτβ.)
gattesco (επίθ.)
gattice (ουσ αρσ )
gattina (θηλ.ουσ)
gattino (ουσ αρσ )
gatto (ουσ αρσ )
gattò (ουσ αρσ )
gattomammone (ουσ αρσ )
gattonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gattoni (επίρ.)
gattopardo (ουσ αρσ )
gattuccio (ουσ αρσ )
gauchismo (ουσ αρσ )
gauchiste (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gaucho (ουσ αρσ )
gaudente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---