Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgattaiòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gattaˈjɔla] τρύπα σε πόρτα για τη γάτα ή το σκύλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |