Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gàtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgatta]

1 ψιψίνα
2 γάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gastrostomia gattabuia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gastronomo (ουσ αρσ )
gastropatia (θηλ.ουσ)
gastroscopia (θηλ.ουσ)
gastroscopio (ουσ αρσ )
gastrostomia (θηλ.ουσ)
gatta (θηλ.ουσ)
gattabuia (θηλ.ουσ)
gattaiola (θηλ.ουσ)
gattamorta (θηλ.ουσ)
gatteggiamento (ουσ αρσ )
gatteggiare (ρ.αμτβ.)
gattesco (επίθ.)
gattice (ουσ αρσ )
gattina (θηλ.ουσ)
gattino (ουσ αρσ )
gatto (ουσ αρσ )
gattò (ουσ αρσ )
gattomammone (ουσ αρσ )
gattonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gattoni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---