Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gatteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gattedˈʤare]

1 αναλάμπω
2 φεγγοβολώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gatteggiamento gattesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gatta (θηλ.ουσ)
gattabuia (θηλ.ουσ)
gattaiola (θηλ.ουσ)
gattamorta (θηλ.ουσ)
gatteggiamento (ουσ αρσ )
gatteggiare (ρ.αμτβ.)
gattesco (επίθ.)
gattice (ουσ αρσ )
gattina (θηλ.ουσ)
gattino (ουσ αρσ )
gatto (ουσ αρσ )
gattò (ουσ αρσ )
gattomammone (ουσ αρσ )
gattonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gattoni (επίρ.)
gattopardo (ουσ αρσ )
gattuccio (ουσ αρσ )
gauchismo (ουσ αρσ )
gauchiste (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gaucho (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---