Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgattopàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,gattoˈpardo] 1 αιλουροειδές Felis serval 2 γατόπαρδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |