Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgaudènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gawˈdɛnte] 1 γλεντζές 2 ηδονοθήρας 3 γυναικοκατακτητής 4 δονζουάν gaudènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gawˈdɛnte] 1 ηδονοθηρικός 2 λάγνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |