Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gazzàrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gadˈdzarra]

1 οχλαγωγία
2 κοσμοχαλασιά
3 καλαμπαλίκι
4 πανζουρλισμός
5 νταβαντούρι
6 πανδαιμόνιο
7 οχλοβοή
8 ντόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gazza gazzella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gavina (θηλ.ουσ)
gavitello (ουσ αρσ )
gavone (ουσ αρσ )
gavotta (θηλ.ουσ)
gazza (θηλ.ουσ)
gazzarra (θηλ.ουσ)
gazzella (θηλ.ουσ)
gazzetta (θηλ.ουσ)
gazzettiere (ουσ αρσ )
gazzettino (ουσ αρσ )
gazzosa (θηλ.ουσ)
geco (ουσ αρσ )
geenna (θηλ.ουσ)
geisha (θηλ.ουσ)
gel (ουσ αρσ )
gelare (ρ.αμτβ.)
gelata (θηλ.ουσ)
gelataio (ουσ αρσ )
gelateria (θηλ.ουσ)
gelatiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---