Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gazzettìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gaddzetˈtino]

1 διαδοσίας
2 τοπικό δελτίο ειδήσεων (περιφερειακού σταθμού)
3 εφημεριδούλα
4 τοπική εφημερίδα
5 διασπορέας ειδήσεων
6 στήλη ανακοινώσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gazzettiere gazzosa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gazza (θηλ.ουσ)
gazzarra (θηλ.ουσ)
gazzella (θηλ.ουσ)
gazzetta (θηλ.ουσ)
gazzettiere (ουσ αρσ )
gazzettino (ουσ αρσ )
gazzosa (θηλ.ουσ)
geco (ουσ αρσ )
geenna (θηλ.ουσ)
geisha (θηλ.ουσ)
gel (ουσ αρσ )
gelare (ρ.αμτβ.)
gelata (θηλ.ουσ)
gelataio (ουσ αρσ )
gelateria (θηλ.ουσ)
gelatiera (θηλ.ουσ)
gelatina (θηλ.ουσ)
gelatinizzare (ρ. μτβ.)
gelatinizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelatinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---