Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelatinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤelatiˈnoso], [ʤelatiˈnozo]

1 ζελατινώδης
2 πηκτώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelatinizzarsi gelato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gelateria (θηλ.ουσ)
gelatiera (θηλ.ουσ)
gelatina (θηλ.ουσ)
gelatinizzare (ρ. μτβ.)
gelatinizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelatinoso (επίθ.)
gelato (ουσ αρσ )
gelato (επίθ.)
gelicidio (ουσ αρσ )
gelidamente (επίρ.)
gelido (επίθ.)
gelificare (ρ.αμτβ.)
gelificare (ρ. μτβ.)
gelificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelificazione (θηλ.ουσ)
gelo (ουσ αρσ )
gelone (ουσ αρσ )
gelosamente (επίρ.)
gelosia (θηλ.ουσ)
geloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---