Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelificàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤelifiˈkare]

1 γίνομαι σαν ζελατίνα
2 πήζω

gelificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤelifiˈkare]

1 μετατρέπω σε ζελατίνα
2 πήζω
3 μετατρέπω σε πήγμα
4 ζελατινοποιώ

gelificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʤelifiˈkarsi]

1 πήζω
2 γίνομαι σαν ζελατίνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelido gelificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gelato (ουσ αρσ )
gelato (επίθ.)
gelicidio (ουσ αρσ )
gelidamente (επίρ.)
gelido (επίθ.)
gelificare (ρ.αμτβ.)
gelificare (ρ. μτβ.)
gelificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelificazione (θηλ.ουσ)
gelo (ουσ αρσ )
gelone (ουσ αρσ )
gelosamente (επίρ.)
gelosia (θηλ.ουσ)
geloso (επίθ.)
gelseto (ουσ αρσ )
gelsicoltore (ουσ αρσ )
gelsicoltura (θηλ.ουσ)
gelso (ουσ αρσ )
gelsomino (ουσ αρσ )
gemebondo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---