Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelsicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ʤɛlsikolˈtura]

καλλιέργεια μουριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelsicoltore gelso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gelosamente (επίρ.)
gelosia (θηλ.ουσ)
geloso (επίθ.)
gelseto (ουσ αρσ )
gelsicoltore (ουσ αρσ )
gelsicoltura (θηλ.ουσ)
gelso (ουσ αρσ )
gelsomino (ουσ αρσ )
gemebondo (επίθ.)
gemellaggio (ουσ αρσ )
gemellare (επίθ.)
gemelli (ουσ αρσ πληθ.)
gemello (ουσ αρσ )
gemello (επίθ.)
gemere (ρ.αμτβ.)
gemere (ρ. μτβ.)
geminare (ρ. μτβ.)
geminato (αρσ. επίθ και ουσ)
geminazione (θηλ.ουσ)
gemino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---