Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgemèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈmɛllo] 1 ο δίδυμος (-η) 2 (di camicia) το μανικέτι gemèllo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈmɛllo] δίδυμος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαζωδιακός κύκλος Gemelli [αρσ. πλυθ.] = zodiaco Δίδυμοι || (ζωδιακός κύκλος) Gemelli [αρσ. πλυθ.] = (zodiaco) οι Δίδυμοι [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |