Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gemmàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤemˈmato]

1 καταστόλιστος με πολύτιμες πέτρες
2 μπουμπουκιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gemmare gemmazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gemino (αρσ. επίθ και ουσ)
gemito (ουσ αρσ )
gemma (θηλ.ουσ)
gemmare (ρ.αμτβ.)
gemmare (ρ. μτβ.)
gemmato (επίθ.)
gemmazione (θηλ.ουσ)
gemmeo (επίθ.)
gemmifero (επίθ.)
gemmiparo (επίθ.)
gemmologia (θηλ.ουσ)
gemmologo (ουσ αρσ )
gemmoso (επίθ.)
gemmula (θηλ.ουσ)
gendarme (ουσ αρσ )
gendarmeria (θηλ.ουσ)
gene (ουσ αρσ )
genealogia (θηλ.ουσ)
genealogico (επίθ.)
genealogista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---