Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgemmàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤemˈmato] 1 καταστόλιστος με πολύτιμες πέτρες 2 μπουμπουκιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |