Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgèmmula
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛmmula] 1 βλαστικό φυμάτιο 2 μπουμπουκάκι 3 οφθαλμός αναπαραγωγής φυτού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |