Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


generalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneraliˈta]

(dati personali) τα ατομικά στοιχεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  generalissimo generalizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

generale (ουσ αρσ )
generale (επίθ.)
generalesco (επίθ.)
generalessa (θηλ.ουσ)
generalissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
generalità (θηλ.ουσ)
generalizio (επίθ.)
generalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
generalizzazione (θηλ.ουσ)
generalmente (επίρ.)
generare (ρ. μτβ.)
generarsi (ρ.μ. (αντων.))
generativo (επίθ.)
generatore (ουσ αρσ )
generatore (επίθ.)
generatrice (θηλ.ουσ)
generazionale (επίθ.)
generazione (θηλ.ουσ)
genere (ουσ αρσ )
genericamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---