Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


generàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈrare]

1 δημιουργώ
2 απεργάζομαι
3 προκαλώ
4 επινοώ
5 γεννώ
6 παράγω
7 πολλαπλασιάζομαι
8 τεκνοποιώ
9 γεννώ (ως πατέρας)
10 αναπαράγω
11 προξενώ

generarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈrarsi]

1 προκύπτω
2 έρχομαι στην ύπαρξη
3 γεννιέμαι
4 αναπαράγομαι
5 δημιουργούμαι
6 προκαλούμαι
7 παράγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  generalmente generativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

generalità (θηλ.ουσ)
generalizio (επίθ.)
generalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
generalizzazione (θηλ.ουσ)
generalmente (επίρ.)
generare (ρ. μτβ.)
generarsi (ρ.μ. (αντων.))
generativo (επίθ.)
generatore (ουσ αρσ )
generatore (επίθ.)
generatrice (θηλ.ουσ)
generazionale (επίθ.)
generazione (θηλ.ουσ)
genere (ουσ αρσ )
genericamente (επίρ.)
genericità (θηλ.ουσ)
generico (ουσ αρσ )
generico (επίθ.)
genero (ουσ αρσ )
generosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---