Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


generalménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneralˈmente]

1 γενικά
2 εν γένει
3 γενικώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  generalizzazione generare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

generalissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
generalità (θηλ.ουσ)
generalizio (επίθ.)
generalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
generalizzazione (θηλ.ουσ)
generalmente (επίρ.)
generare (ρ. μτβ.)
generarsi (ρ.μ. (αντων.))
generativo (επίθ.)
generatore (ουσ αρσ )
generatore (επίθ.)
generatrice (θηλ.ουσ)
generazionale (επίθ.)
generazione (θηλ.ουσ)
genere (ουσ αρσ )
genericamente (επίρ.)
genericità (θηλ.ουσ)
generico (ουσ αρσ )
generico (επίθ.)
genero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---