Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeneratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤeneraˈtore] η γεννήτρια generatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤeneraˈtore] 1 δημιουργικός 2 γενεσιουργός 3 αναπαραγωγικός 4 γεννητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |