Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


generosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenerosiˈta]

1 ελευθεροφροσύνη
2 απλοχεριά
3 γαλαντομία
4 γενναιοδωρία
5 αβερτοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  generosamente generoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

genericità (θηλ.ουσ)
generico (ουσ αρσ )
generico (επίθ.)
genero (ουσ αρσ )
generosamente (επίρ.)
generosità (θηλ.ουσ)
generoso (επίθ.)
genesi (ουσ αρσ και θηλ.)
genetica (θηλ.ουσ)
genetico (επίθ.)
genetista (ουσ αρσ και θηλ.)
genetliaco (ουσ αρσ )
genetliaco (επίθ.)
genetta (θηλ.ουσ)
gengiva (θηλ.ουσ)
gengivale (επίθ.)
gengivario (αρσ. επίθ και ουσ)
gengivite (θηλ.ουσ)
genia (θηλ.ουσ)
geniale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---