Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genetlìaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈtliako]

γενέθλια

genetlìaco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈtliako]

1 ο των γενεθλίων
2 γενέθλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genetista genetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

generoso (επίθ.)
genesi (ουσ αρσ και θηλ.)
genetica (θηλ.ουσ)
genetico (επίθ.)
genetista (ουσ αρσ και θηλ.)
genetliaco (ουσ αρσ )
genetliaco (επίθ.)
genetta (θηλ.ουσ)
gengiva (θηλ.ουσ)
gengivale (επίθ.)
gengivario (αρσ. επίθ και ουσ)
gengivite (θηλ.ουσ)
genia (θηλ.ουσ)
geniale (επίθ.)
genialità (θηλ.ουσ)
genialoide (ουσ αρσ και θηλ.)
genialoide (επίθ.)
genico (επίθ.)
genicolato (επίθ.)
geniere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---