Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenjaliˈta]

1 ευγένεια
2 σπιρτάδα
3 ευφυΐα
4 νοημοσύνη
5 μεγαλοφυΐα
6 συμπαθητικότητα
7 εξυπνάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  geniale genialoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gengivale (επίθ.)
gengivario (αρσ. επίθ και ουσ)
gengivite (θηλ.ουσ)
genia (θηλ.ουσ)
geniale (επίθ.)
genialità (θηλ.ουσ)
genialoide (ουσ αρσ και θηλ.)
genialoide (επίθ.)
genico (επίθ.)
genicolato (επίθ.)
geniere (ουσ αρσ )
genio (ουσ αρσ )
genitale (ουσ αρσ πληθ.)
genitivo (ουσ αρσ )
genitore (ουσ αρσ )
genitourinario (επίθ.)
genitrice (θηλ.ουσ)
gennaio (ουσ αρσ )
genocidio (ουσ αρσ )
genoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---