ItalianoGreco


genialòide  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenjaˈlɔjde]

εκκεντρική ιδιοφυΐα

genialòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤenjaˈlɔjde]

1 ταλαντούχος και αλλοπρόσαλλος
2 εκκεντρικός αλλά ταλαντούχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---