Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genialòide  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenjaˈlɔjde]

εκκεντρική ιδιοφυΐα

genialòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤenjaˈlɔjde]

1 ταλαντούχος και αλλοπρόσαλλος
2 εκκεντρικός αλλά ταλαντούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genialità genico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gengivario (αρσ. επίθ και ουσ)
gengivite (θηλ.ουσ)
genia (θηλ.ουσ)
geniale (επίθ.)
genialità (θηλ.ουσ)
genialoide (ουσ αρσ και θηλ.)
genialoide (επίθ.)
genico (επίθ.)
genicolato (επίθ.)
geniere (ουσ αρσ )
genio (ουσ αρσ )
genitale (ουσ αρσ πληθ.)
genitivo (ουσ αρσ )
genitore (ουσ αρσ )
genitourinario (επίθ.)
genitrice (θηλ.ουσ)
gennaio (ουσ αρσ )
genocidio (ουσ αρσ )
genoma (ουσ αρσ )
genotipico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---