Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeniˈtore]

ο γονέας, ο γονιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genitivo genitourinario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i genitori [αρσ. πλυθ.] = οι γονείς [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

genicolato (επίθ.)
geniere (ουσ αρσ )
genio (ουσ αρσ )
genitale (ουσ αρσ πληθ.)
genitivo (ουσ αρσ )
genitore (ουσ αρσ )
genitourinario (επίθ.)
genitrice (θηλ.ουσ)
gennaio (ουσ αρσ )
genocidio (ουσ αρσ )
genoma (ουσ αρσ )
genotipico (επίθ.)
genotipo (ουσ αρσ )
genova (θηλ.ουσ)
genovese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gentaglia (θηλ.ουσ)
gente (θηλ.ουσ)
gentildonna (θηλ.ουσ)
gentile (ουσ αρσ )
gentile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---