Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gentildònna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤentilˈdɔnna]

1 αρχοντογυναίκα
2 κυρία
3 αρχόντισσα
4 αριστοκράτισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gente gentile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

genotipo (ουσ αρσ )
genova (θηλ.ουσ)
genovese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gentaglia (θηλ.ουσ)
gente (θηλ.ουσ)
gentildonna (θηλ.ουσ)
gentile (ουσ αρσ )
gentile (επίθ.)
gentilesimo (ουσ αρσ )
gentilezza (θηλ.ουσ)
gentilissimo (επίθ.)
gentilizio (επίθ.)
gentilmente (επίρ.)
gentiluomo (ουσ αρσ )
genuflessione (θηλ.ουσ)
genuflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
genuinità (θηλ.ουσ)
genuino (επίθ.)
genziana (θηλ.ουσ)
genzianella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---