Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gentilézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤentiˈlettsa]

η ευγένεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gentilesimo gentilissimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gente (θηλ.ουσ)
gentildonna (θηλ.ουσ)
gentile (ουσ αρσ )
gentile (επίθ.)
gentilesimo (ουσ αρσ )
gentilezza (θηλ.ουσ)
gentilissimo (επίθ.)
gentilizio (επίθ.)
gentilmente (επίρ.)
gentiluomo (ουσ αρσ )
genuflessione (θηλ.ουσ)
genuflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
genuinità (θηλ.ουσ)
genuino (επίθ.)
genziana (θηλ.ουσ)
genzianella (θηλ.ουσ)
geocentrico (επίθ.)
geocentrismo (ουσ αρσ )
geochimica (θηλ.ουσ)
geochimico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---