Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgentiluòmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤentiˈlwɔmo] 1 μέλος αριστοκρατίας 2 άρχοντας 3 άνθρωπος μη χειρονάκτης 4 τζέντλεμαν 5 άνθρωπος με ευγενικούς τρόπους 6 ευγενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |