Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


geodèta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeoˈdɛta]

1 ειδικός επί της γεωδαισίας
2 γεωδαίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  geodesia geodetica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geochimica (θηλ.ουσ)
geochimico (ουσ αρσ )
geochimico (επίθ.)
geode (ουσ αρσ )
geodesia (θηλ.ουσ)
geodeta (ουσ αρσ και θηλ.)
geodetica (θηλ.ουσ)
geodetico (επίθ.)
geodinamica (θηλ.ουσ)
geodinamico (επίθ.)
geofagia (θηλ.ουσ)
geofago (ουσ αρσ )
geofisica (θηλ.ουσ)
geofisico (ουσ αρσ )
geofisico (επίθ.)
geognosia (θηλ.ουσ)
geogonia (θηλ.ουσ)
geografia (θηλ.ουσ)
geografico (επίθ.)
geografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---