Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


geòfago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈɔfago]

Γεωφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  geofagia geofisica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geodetica (θηλ.ουσ)
geodetico (επίθ.)
geodinamica (θηλ.ουσ)
geodinamico (επίθ.)
geofagia (θηλ.ουσ)
geofago (ουσ αρσ )
geofisica (θηλ.ουσ)
geofisico (ουσ αρσ )
geofisico (επίθ.)
geognosia (θηλ.ουσ)
geogonia (θηλ.ουσ)
geografia (θηλ.ουσ)
geografico (επίθ.)
geografo (ουσ αρσ )
geoide (ουσ αρσ )
geolinguistica (θηλ.ουσ)
geologia (θηλ.ουσ)
geologico (επίθ.)
geologo (ουσ αρσ )
geomagnetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---