Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gentilìssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤentiˈlissimo]

1 αριστοκρατικός
2 εξευγενισμένος
3 αβρός
4 Αγαπητός (σε προσφώνηση ή σε αρχή γράμματος)
5 ευγενικός
6 πολύ καλός
7 πολιτισμένος και με καλούς τρόπους
8 πολύ καλλιεργημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gentilezza gentilizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gentildonna (θηλ.ουσ)
gentile (ουσ αρσ )
gentile (επίθ.)
gentilesimo (ουσ αρσ )
gentilezza (θηλ.ουσ)
gentilissimo (επίθ.)
gentilizio (επίθ.)
gentilmente (επίρ.)
gentiluomo (ουσ αρσ )
genuflessione (θηλ.ουσ)
genuflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
genuinità (θηλ.ουσ)
genuino (επίθ.)
genziana (θηλ.ουσ)
genzianella (θηλ.ουσ)
geocentrico (επίθ.)
geocentrismo (ουσ αρσ )
geochimica (θηλ.ουσ)
geochimico (ουσ αρσ )
geochimico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---