Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genuflessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenuflesˈsjone]

1 γονυκλισία
2 γονάτισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gentiluomo genuflettersi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gentilezza (θηλ.ουσ)
gentilissimo (επίθ.)
gentilizio (επίθ.)
gentilmente (επίρ.)
gentiluomo (ουσ αρσ )
genuflessione (θηλ.ουσ)
genuflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
genuinità (θηλ.ουσ)
genuino (επίθ.)
genziana (θηλ.ουσ)
genzianella (θηλ.ουσ)
geocentrico (επίθ.)
geocentrismo (ουσ αρσ )
geochimica (θηλ.ουσ)
geochimico (ουσ αρσ )
geochimico (επίθ.)
geode (ουσ αρσ )
geodesia (θηλ.ουσ)
geodeta (ουσ αρσ και θηλ.)
geodetica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---