Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gentàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenˈtaʎʎa]

1 κατώτατη τάξη λαού
2 σάρα και η μάρα
3 πλέμπα
4 συρφετός
5 όχλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genovese gente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

genoma (ουσ αρσ )
genotipico (επίθ.)
genotipo (ουσ αρσ )
genova (θηλ.ουσ)
genovese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gentaglia (θηλ.ουσ)
gente (θηλ.ουσ)
gentildonna (θηλ.ουσ)
gentile (ουσ αρσ )
gentile (επίθ.)
gentilesimo (ουσ αρσ )
gentilezza (θηλ.ουσ)
gentilissimo (επίθ.)
gentilizio (επίθ.)
gentilmente (επίρ.)
gentiluomo (ουσ αρσ )
genuflessione (θηλ.ουσ)
genuflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
genuinità (θηλ.ουσ)
genuino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---