Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgentàglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤenˈtaʎʎa] 1 κατώτατη τάξη λαού 2 σάρα και η μάρα 3 πλέμπα 4 συρφετός 5 όχλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |