ItalianoGreco


genière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈnjɛre]

1 στρατιώτης του μηχανικού
2 σκαπανέας στρατού
3 μιναδόρος
4 ναρκοσυλλέκτης
5 λαγουμιτζής στρατού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---