Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genicolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤenikoˈlato]

1 γονατώδης
2 λυγισμένος κατά 90 μοίρες
3 γονάτιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genico geniere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geniale (επίθ.)
genialità (θηλ.ουσ)
genialoide (ουσ αρσ και θηλ.)
genialoide (επίθ.)
genico (επίθ.)
genicolato (επίθ.)
geniere (ουσ αρσ )
genio (ουσ αρσ )
genitale (ουσ αρσ πληθ.)
genitivo (ουσ αρσ )
genitore (ουσ αρσ )
genitourinario (επίθ.)
genitrice (θηλ.ουσ)
gennaio (ουσ αρσ )
genocidio (ουσ αρσ )
genoma (ουσ αρσ )
genotipico (επίθ.)
genotipo (ουσ αρσ )
genova (θηλ.ουσ)
genovese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---