Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgenicolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤenikoˈlato] 1 γονατώδης 2 λυγισμένος κατά 90 μοίρες 3 γονάτιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |