Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genetìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈtista]

Γενετιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genetico genetliaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

generosità (θηλ.ουσ)
generoso (επίθ.)
genesi (ουσ αρσ και θηλ.)
genetica (θηλ.ουσ)
genetico (επίθ.)
genetista (ουσ αρσ και θηλ.)
genetliaco (ουσ αρσ )
genetliaco (επίθ.)
genetta (θηλ.ουσ)
gengiva (θηλ.ουσ)
gengivale (επίθ.)
gengivario (αρσ. επίθ και ουσ)
gengivite (θηλ.ουσ)
genia (θηλ.ουσ)
geniale (επίθ.)
genialità (θηλ.ουσ)
genialoide (ουσ αρσ και θηλ.)
genialoide (επίθ.)
genico (επίθ.)
genicolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---