Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgènere
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛnere] 1 το είδος 2 grammatica το γένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgeneri [αρσ. πλυθ.] alimentari = τα είδη διατροφής || in genere = γενικά || qualcosa del genere = κάτι τέτοιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |