Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeneraléssa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤeneraˈlessa] 1 αντρογυναίκα 2 γυναίκα του στρατηγού 3 ανώτατος βαθμός ηγουμένης 4 γυναίκα τσαούσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |