Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeneràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈrale] ο στρατηγός generàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈrale] γενικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcultura [θηλ.] generale = οι γενικές γνώσεις [f.] || in generale = γενικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |