Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genealogìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤenealoˈʤista]

ειδικός της γενεαλογίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genealogico genepì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gendarme (ουσ αρσ )
gendarmeria (θηλ.ουσ)
gene (ουσ αρσ )
genealogia (θηλ.ουσ)
genealogico (επίθ.)
genealogista (ουσ αρσ και θηλ.)
genepì (ουσ αρσ )
generalato (ουσ αρσ )
generale (ουσ αρσ )
generale (επίθ.)
generalesco (επίθ.)
generalessa (θηλ.ουσ)
generalissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
generalità (θηλ.ουσ)
generalizio (επίθ.)
generalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
generalizzazione (θηλ.ουσ)
generalmente (επίρ.)
generare (ρ. μτβ.)
generarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---