Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgendarmerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤendarmeˈria] 1 καταυλισμός χωροφυλακής 2 στρατώνας χωροφυλακής 3 σταθμός χωροφυλακής 4 αστυνομικό τμήμα 5 χωροφυλακή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |