Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


genepì  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeneˈpi]

1 αρτεμισία το αψίνθιο
2 αγριαψιθιά
3 αψίνθιο
4 αψιθιά
5 αψέντι (το αφέψημα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  genealogista generalato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gendarmeria (θηλ.ουσ)
gene (ουσ αρσ )
genealogia (θηλ.ουσ)
genealogico (επίθ.)
genealogista (ουσ αρσ και θηλ.)
genepì (ουσ αρσ )
generalato (ουσ αρσ )
generale (ουσ αρσ )
generale (επίθ.)
generalesco (επίθ.)
generalessa (θηλ.ουσ)
generalissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
generalità (θηλ.ουσ)
generalizio (επίθ.)
generalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
generalizzazione (θηλ.ουσ)
generalmente (επίρ.)
generare (ρ. μτβ.)
generarsi (ρ.μ. (αντων.))
generativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---