Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gemmazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤemmatˈtsjone]

1 εκβλάστηση
2 βλάστηση
3 πολλαπλασιασμός με εκβλάστηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gemmato gemmeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gemito (ουσ αρσ )
gemma (θηλ.ουσ)
gemmare (ρ.αμτβ.)
gemmare (ρ. μτβ.)
gemmato (επίθ.)
gemmazione (θηλ.ουσ)
gemmeo (επίθ.)
gemmifero (επίθ.)
gemmiparo (επίθ.)
gemmologia (θηλ.ουσ)
gemmologo (ουσ αρσ )
gemmoso (επίθ.)
gemmula (θηλ.ουσ)
gendarme (ουσ αρσ )
gendarmeria (θηλ.ουσ)
gene (ουσ αρσ )
genealogia (θηλ.ουσ)
genealogico (επίθ.)
genealogista (ουσ αρσ και θηλ.)
genepì (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---