Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgèmito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛmito] 1 σκούξιμο 2 βογκητό 3 γόος 4 ολολυγμός 5 σκλήρισμα 6 στεναγμός 7 ουρλιαχτό 8 θρήνος 9 τρίξιμο 10 τσίρισμα 11 σφύριγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |